- τρόχμαλος
- ο, ΝΜΑνεοελλ.(πετρογρ.) βραχώδης μάζα που έχει αποσπαστεί από ένα κύριο βραχώδες σώμα και είναι ελαφρώς αποστρογγυλωμένη ή λειασμένη, αλλ. λίθοςμσν.-αρχ.στον πληθ. οἱ τρόχμαλοι και ως ουδ. τὰ τρόχμαλαφράχτης από πέτρες, ξερολιθιάαρχ.(ενν. λίθος) στρογγυλός και λείος λίθος.[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ., κατά μία άποψη, έχει σχηματιστεί από τη λ. τροχός μέσω ενός τ. *τοχμός (πρβλ. ὄχ-μος, πότ-μος) με επίθη- ' μα -αλος, ενώ, κατ' άλλη άποψη, με συμφυρμό από τους τ. τροχαλός και ὁμαλός με αναβιβασμό τού τόνου. Ως επιστημ. όρος τής νεοελλ., η λ. είναι απόδοση ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. boulder].
Dictionary of Greek. 2013.